- απαισιοδοξώ
- (-έω)είμαι απαισιόδοξος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απαισιοδοξώ — ησα, είμαι απαισιόδοξος: Απαισιοδοξούσε για το αποτέλεσμα των εξετάσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)